- ἐμπροίκιος
- ἐμπροίκιος, ον, ([etym.] προίξ)A given by way of dower, ἐ. δοθῆναι, δεδόσθαι, App.Mith.75, BC1.10; δισμύρια τάλαντα ἐ. Anon.Hist. in Rev.Ét.Gr. 5.321:—also [suff] ἔμ-ροικος, ον, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.